- στροβοσκόπιο
- Όργανο που αποτελείται από έναν δίσκο από χαρτόνι, που έχει στο εξωτερικό άκρο του έναν κάθετο κυλινδρικό γύρο, επίσης από χαρτόνι. Στο εσωτερικό του γύρου αυτού έχουν απεικονιστεί διάφοροι, στη σειρά, στάσεις ενός αντικείμενου που κινείται ή ενός όντος, όπως π.χ. ενός άλογου που τρέχει, και ανάμεσα στις απεικονίσεις αυτές έχουν χαραχτεί στον γύρο, σε ίσες αποστάσεις, κάθετες σχισμές, ώστε να μπορεί να βλέπει απ’ αυτές κάποιος τα απεικονίσματα. Όταν ο δίσκος περιστραφεί οριζόντια σε κατακόρυφο άξονα προς έναν απέναντι καθρέφτη, τα ανάμεσα στις σχισμές είδωλα που αντανακλούνται δείχνουν το αντικείμενο που εικονίζεται σαν να κινείται συνεχώς, γεγονός που εξηγείται από τη διάρκεια των οπτικών αισθημάτων και μετά την παύση των ερεθισμών.
Στροβοσκόπιο για τη λήψη φωτογραφιών.
* * *το, Ν1. συσκευή με την οποία ένα περιστρεφόμενο ή δονούμενο σώμα φωτίζεται με μικρής διάρκειας αναλαμπές οι οποίες εκπέμπονται από μια πηγή σε ίσα χρονικά διαστήματα2. στρ. συσκευή παρατήρησης η οποία χρησιμοποιείται σε ορισμένα άρματα μάχης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stroboscope (< στρόβος «δίνη» + -σκόπιο < -σκόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.